μελανείμων

μελανείμων
-ον (Α μελανείμων, και μελανοείμων, -ον)
1. αυτός που φορά μαύρα ενδύματα, μαυροφόρος («τοὺς μελανείμονας τοὺς περὶ τὸν ποταμὸν οἰκοῡντας», Πολ.)
2. φρ. «μελανείμων ἑορτή» — δημόσιο πένθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -είμων (< εἶμα «ένδυμα»), πρβλ. ευ-είμων, κακο-είμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μελανείμων — black clad masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανείμονας — μελανείμων black clad masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανείμονες — μελανείμων black clad masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανείμονος — μελανείμων black clad gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανείμοσι — μελανείμων black clad dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανείμοσιν — μελανείμων black clad dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • μελανειμονώ — (ΑM μελανειμονῶ, έω) [μελανείμων] φορώ μαύρα ενδύματα, μαυροφορώ («τοὺς μὲν ἄνδρας μελανειμονεῑν καὶ μακροκομεῑν, τὰς δὲ γυναῑκας λευχειμονεῑν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • μελανειμοσύνη — μελανειμοσύνη, ἡ (Μ) [μελανείμων] η μελανειμονία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”